- κηκίς
- κηκίς, -ῑδος, ἡ (ΑΜ)βλ. κηκίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηκίς — κηκί̱ς , κηκίς anything gushing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκῖδα — κηκίς anything gushing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκῖδας — κηκίς anything gushing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκῖδες — κηκίς anything gushing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκῖδι — κηκίς anything gushing fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκῖδος — κηκίς anything gushing fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκῖσι — κηκίς anything gushing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
καγκύλη — καγκύλη, ἡ (Α) αιολ. τ. αντί κηκίς* … Dictionary of Greek